Η νέα περιβαλλοντική νομοθεσία ως μάντης κακών – Σκέψεις περί νομικών δράσεων και αντιδράσεων

energeia foto5.medium

Έχω την τιμή να είμαι επικεφαλής σε ένα γραφείο που απαρτίζεται από άλλους δύο εξαιρετικούς συνεργάτες και νομικούς . Μετά τη δημοσιοποίηση αντιδράσεων περί της τοποθέτησης των ανεμογεννητριών κληθήκαμε , και κυρίως το νεότερο μέλος της ομάδας μας, ως ειδικότερος στο αντικείμενο, να οργανώσει για λογαριασμό εντολέων το νομικό πλαίσιο των νέων ρυθμίσεων περί της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και  μαζί να συντάξουμε νομικά κείμενα περί διαφόρων δράσεων πολιτών που ζήτησαν τη συνδρομή μας .

Αμέσως μόλις ξεκίνησε η ενασχόληση του γραφείου μας με τα ζητήματα που τίθενται προέκυψαν και έντονες εσωτερικές συζητήσεις επί των νομικών θεμάτων που αναδεικνύονται πλέον και ευρύτερα και σίγουρα θα απασχολήσουν το δημόσιο διάλογο. Αφορμής δοθείσης ετοιμάστηκε και το παρόν άρθρο που θέλω να πιστεύω ότι θα συμβάλλει σε έναν πιο γόνιμο διάλογο επί των ζητημάτων μου ανακύπτουν και δεν είναι μόνο τα θέματα της τοποθέτησης ή όχι ανεμογεννητριών σε μια περιοχή .

Όλα φαίνεται να αλλάζουν μετά τη ψήφιση του νέου Νόμου 4685/2020, ο οποίος εισάγει στην έννομη τάξη μας νεοπαγείς ρυθμίσεις σε σχέση με την διαχείριση του φυσικού, ιδίως, περιβάλλοντος μας. Ο νόμος αυτός συνοδεύτηκε από αντιδράσεις τοπικών αρχών και φορέων των Δήμων της κεντρικής Εύβοιας. Όχι μόνο βέβαια φορείς αλλά και πολίτες και σύλλογοι προβάλλουν αντιρρήσεις σφοδρές, μέσα σε κλίμα ομοθυμίας. Κοινωνικά θεωρώ ότι είναι απόλυτα δικαιολογημένες λόγω της ελλιπούς δημόσιας διαβούλευσης επί του νομοσχεδίου, πριν αυτό ψηφιστεί στη Βουλή. Η έλλειψη αφορά την απουσία από την διαβούλευση πολλών άρθρων που προστέθηκαν εκ των υστέρων, καθώς και τον συνοπτικό αυτής χαρακτήρα. Νομικά δε, με τις νέες ρυθμίσεις, τίθενται σοβαρά ζητήματα που δικαιολογούν τις αντιδράσεις και χρήζουν ιδιαίτερης προσέγγισης.

Με τον νέο Νόμο (άρθρο 2 επ.) ρυθμίζεται η επιτάχυνση της διαδικασίας έκδοσης Απόφασης Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΑΕΠΟ). Αποφασιστικός παράγοντας της επιτάχυνσης αυτής είναι οι νέες ασφυκτικά σύντομες προθεσμίες καθ’ όλα τα στάδια της διαδικασίας, σε συνδυασμό με την ελλιπή δημοσιότητα της διαδικασίας, αφού η διαβούλευση με όλους τους αρμοδίους φορείς και τους πολίτες προβλέπεται να ενεργείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 30 ημερών. Ταυτόχρονα, οι προστατευόμενες περιοχές (όπως ορίζονται πλέον στο άρθρο 18, παρ. 3 του Ν. 1650/1986, μετά την τροποποίηση του δια του άρθρου 45 του Ν. 4685/2020), ιδιαίτερα εκείνες που συμπεριλαμβάνονται στον Εθνικό Κατάλογο Περιοχών του Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000 και χαρακτηρίζονται με τον νέο νόμο ως περιοχές προστασίας της βιοποικιλότητας, ζωνοποιούνται και παρέχεται η δυνατότητα εκτέλεσης έργων σε αυτές ανάλογα με τον βαθμό διακινδύνευσης της βιοποικιλότητας σε κάθε προστατευόμενη περιοχή. Προβλέπεται η δυνατότητα ανάπτυξης τεσσάρων ζωνών, ήτοι η ζώνη απόλυτης προστασίας της φύσης, η ζώνη προστασίας της φύσης, η ζώνη διατήρησης οικοτόπων και ειδών και η ζώνη βιώσιμης διαχείρισης φυσικών πόρων. Στις δύο τελευταίες (όταν οριστούν, σε αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα) είναι που παρέχεται πλέον η δυνατότητα παρέμβασης με έργα που ενδέχεται να προκαλούν πολύ σημαντικές ή σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται τα έργα Αιολικών Σταθμών Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΣΠΗΕ), αλλά και οι εξορυκτικές δραστηριότητες (ορυχεία – λατομεία – μεταλλεία, αμμοληψία, ζώνες αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων). Επιπρόσθετα, καταργούνται ως αυτοτελή νομικά πρόσωπα οι κατά τόπους Φορείς Διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών (Φ.Δ.Δ.Π.), όπως είναι ο αρμόδιος για τις προστατευόμενες περιοχές της Εύβοιας, με την μετατροπή τους σε οργανικές μονάδες – υπηρεσίες ενός κεντρικού νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, του Οργανισμού Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (Ο.ΦΥ.ΠΕ.Κ.Α.)., όπως ακριβώς μετονομάστηκε πλέον το προϋπάρχον Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΚΠΑΑ). Αυτό έχει ως αναπόδραστη συνέπεια την ισχυροποίηση του κεντρικού ελέγχου και διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών της Ελλάδος, όπως είναι οι αντίστοιχες της Εύβοιας, και την αποδυνάμωση των τοπικών αντανακλαστικών και μηχανισμών διαφύλαξης του περιβάλλοντος. Αυτές οι αλλαγές προωθούνται με το σκεπτικό ότι προφανώς θα επιταχυνθεί η αναγκαία οικονομική ανάπτυξη και θα ευνοηθούν σχετικές επενδυτικές προσπάθειες.

Όλα αυτά, ωστόσο, σταθμιζόμενα μπορεί εντέλει να βρίσκονται σε αντίφαση με θεμελιώδεις αξίες του νομικού μας πολιτισμού. Στο άρθρο 24, παρ. 1 του Συντάγματος μας προβλέπεται πως το κράτος έχει την υποχρέωση να προστατεύει το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, ως τον κατεξοχήν ζωτικό χώρο του ανθρώπου εντός του οποίου μπορεί να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του (κατ’ άρθρο 5, παρ. 1 του Συντάγματος). Ταυτόχρονα, ορίζει πως η προστασία του περιβάλλοντος αυτού αποτελεί και δικαίωμα του καθενός. Με την διάταξη αυτή θεσπίζεται κατά την κρατούσα άποψη ατομικό και συνάμα κοινωνικό τε και πολιτικό δικαίωμα προστασίας του περιβάλλοντος. Δικαίωμα, εντούτοις, που η άσκηση του δυσχεραίνεται σφόδρα, από την στιγμή που το εννοιολογικό κι επομένως προστατευόμενο αγαθό του περιβάλλοντος δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια από το Σύνταγμα και τον νόμο. Αυτό σημαίνει με απλά λόγια πως το βάρος να κρίνει κάθε φορά το προστατευτέο πεδίο του περιβάλλοντος θα το έχει το εκάστοτε δικαστήριο κι ο εκάστοτε νομικός. Το Σύνταγμα επιτάσσει όμως προς το κράτος να λαμβάνει ιδιαίτερα μέτρα για την διαφύλαξη του περιβάλλοντος στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας ή, αλλιώς, βιώσιμης ανάπτυξης. Μολαταύτα, στο μέτρο που η έννοια του περιβάλλοντος δεν είναι ήδη προσδιορισμένη και δεν υφίσταται έτσι ένας απαραβίαστος πυρήνας, θα πρέπει να κρίνεται κάθε φορά εάν ένα έργο (πιθανώς βλαπτικό για το περιβάλλον), όπως ένα έργο εγκατάστασης ανεμογεννητριών (ως έργο βαριάς βιομηχανίας), εγγυάται ή όχι την βιώσιμη ανάπτυξη μιας περιοχής.

Από την μία πλευρά, τα παραπάνω δυσκολεύουν την άμεση κι εκ των προτέρων προστασία από παρεμβάσεις που μπορούν να προσβάλλουν κατάφωρα τη φύση, απ’ την άλλη δε θέτουν ένα αυστηρό κι αδιασάλευτο προστατευτικό πλαίσιο έναντι του κράτους και της κάθε οικονομικής πρωτοβουλίας. Για τον λόγο αυτό, έχει κριθεί (και υπάρχει η σχετική νομολογία) από το Συμβούλιο της Επικρατείας πως κάθε παρέμβαση, που θα έχει ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, δεν θα πρέπει να αγγίζει – σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση – τα όρια αντοχής ενός οικοσυστήματος, «πέρα από τα οποία η ισορροπία ανατρέπεται και η περιβαλλοντική βλάβη καθίσταται οριστική και μη επανορθώσιμη». Εξάλλου, το Σύνταγμα θέτει υπό αυξημένη προστασία τα δάση και τις δασικές εκτάσεις, ιδίως δε τις αναδασωτέες περιοχές, που για παράδειγμα λόγω πυρκαγιών ή άλλων καταστροφών έχουν κηρυχθεί υποχρεωτικά αναδασωτέες (άρθρο 117, παρ. 3 του Συντάγματος). Μάλιστα, σε αντίθεση με το περιβάλλον, η έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης προσδιορίζεται με σαφήνεια από το Σύνταγμα κι ως εκ τούτου είναι ευκολότερη η εκ των προτέρων προστασία τους. Εξαιτίας τούτου το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται πως κάθε επέμβαση σε δάσος πρέπει να έχει πάντοτε εξαιρετικό χαρακτήρα και να υπαγορεύεται από ιδιαίτερο δημόσιο συμφέρον.

Στον απόηχο των ανωτέρω, καθίσταται φανερό πως οι προβλέψεις του νέου νόμου, που σκοπό έχουν την ευκολότερη και ταχύτερη παρέμβαση, με έργα βαριάς βιομηχανίας (όπως τα ΑΣΠΗΕ), στις πλέον ευαίσθητες περιοχές του περιβάλλοντος μας, όπως οι αναδασωτέες (ήδη πληγείσες) και οι Natura, αντιστρατεύονται σε ένα θεμελιώδες προστατευτικό πλέγμα, αφού είναι κατάδηλο πως κάθε υποβάθμιση αυτών θα διασπάσει την ήδη ευαίσθητη οικολογική ισορροπία και θα επιφέρει αναποκατάστατη βλάβη, «χρεώνοντας» τις επόμενες γενιές. Παράλληλα, υπό το φως των νομικών μας επισημάνσεων και «οχυρωμάτων» αποδεικνύεται πως ο πολιτισμός μας θέτει σε πρώτη μοίρα το περιβάλλον, ως τον εξ ορισμού χώρο διαβίωσης και εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας και την βιώσιμη (όχι δε την καταχρηστική) ανάπτυξη, όχι την οικονομική ιδιωτική πρωτοβουλία.

Καταλήγοντας, θεωρώ ότι είναι σαφές πως μόνο με ομοψυχία και συνεργασία, πολίτες, σύλλογοι και τοπικές αρχές θα μπορέσουμε να υπερασπίσουμε τα νομικά και φυσικά μας – από αιώνων – κεκτημένα, απέναντι στις νομοθετικές πρωτοβουλίες της Κυβέρνησης, (η οποία βέβαια δεν θα πρέπει και να ξεχνάμε ότι δικαιούται και να έχει νομοθετική πρωτοβουλία) . «Όπλα» προάσπισης του περιβάλλοντος υπήρχαν , υπάρχουν και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν, στη συντεταγμένη πολιτεία όπου ζούμε. Ως μόνη απάντηση απέναντι στις οργανωμένες και μεθοδικές κινήσεις για την υποστήριξη της απαραίτητης οικονομικής ανάπτυξης θεωρώ ότι είναι οι οργανωμένες και μεθοδικές κινήσεις για την προάσπιση του περιβάλλοντος με δυνατότερο «όπλο» το ίδιο το Σύνταγμα .

(Υ.Γ. Ευχαριστώ θερμά για τις δικές του σκέψεις και τις γόνιμες αντιπαραθέσεις μας τον ασκούμενο δικηγόρο Νικόλαο Μπαρότα)

 

Ιωάννης Καλαβρής

Δικηγόρος Χαλκίδος