Κορυφώνεται το Θείο Δράμα των Παθών του Ιησού την Μεγάλη Παρασκευή, ημέρα πένθους και νηστείας για την Χριστιανοσύνη, με την Ακολουθία του Επιταφίου Θρήνου.
Παρακολουθήστε ζωντανά την Ακολουθία του Επιταφίου Θρήνου από τον Ιερό Ναό του Κυρίου, στο Νέο Κόσμο Αθηνών.
Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής πραγματοποιείται η Ακολουθία του Επιταφίου Θρήνου, δηλαδή ο Όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου, ενώ ακολουθεί η περιφορά του Επιταφίου στις ενορίες της χώρας.
Παράλληλα, ψάλλονται και τα Εγκώμια του Επιτάφιου Θρήνου, που θα ακουστεί και το μοιρολόι της Παναγίας: «Ὢ γλυκύ µου ἔαρ, γλυκύτατόν µου τέκνον, ποῦ ἔδυ σου τὸ κάλλος;». Τα Εγκώμια ψάλλονται σε τρεις στάσεις. Της πομπής του Επιταφίου ηγούνται ο Σταυρός και τα Εξαπτέρυγα, ενώ ακολουθούν οι ιερείς και οι πιστοί.
Μετά την επάνοδο του Επιταφίου στην εκκλησία διαβάζεται περικοπή από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου (κζ’ 62-66), που αναφέρει ότι Αρχιερείς και Φαρισαίοι πηγαίνουν στον Πόντιο Πιλάτο και του ζητούν να σφραγίσουν τον τάφο, επειδή θυμούνται ότι ο Ιησούς είχε πει ότι σε τρεις ημέρες θα αναστηθεί και ο Πιλάτος τους δίνει την άδεια.
Τα εγκώμια
Ο ευσχήμων Ιωσήφ,
από τού ξύλου καθελών,
τό άχραντόν σου Σώμα,
σινδόνι καθαρά ειλήσας καί αρώμασιν,
εν μνήματι καινώ κηδεύσας απέθετο.
Δόξα Πατρί καί Υιώ καί Αγίω Πνεύματι.
Ότε κατήλθες πρός τόν θάνατον,
η ζωή η αθάνατος,
τότε τόν άδην ενέκρωσας,
τή αστραπή τής Θεότητος·
ότε δέ καί τούς τεθνεώτας
εκ τών καταχθονίων ανέστησας,
πάσαι αι Δυνάμεις τών επουρανίων εκραύγαζον·
Ζωοδότα Χριστέ ο Θεός ημών,
δόξα σοι.
Καί νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.
Ταίς μυροφόροις γυναιξί,
παρά τό μνήμα επιστάς,
ο Άγγελος εβόα·
Τά μύρα τοίς θνητοίς υπάρχει αρμόδια,
Χριστός δέ διαφθοράς εδείχθη αλλότριος.
ΣΤΑΣΙΣ ΠΡΩΤΗ Ήχος πλ. α.
Η ζωή εν τάφω,
κατετέθης Χριστέ,
καί Αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο
συγκατάβασιν δοξάζουσαι τήν σήν.
Η ζωή πώς θνήσκεις;
πώς καί τάφω οικείς;
τού θανάτου τό βασίλειον λύεις δέ,
καί τού άδου τούς νεκρούς εξανιστάς.
Μεγαλύνομέν σε,
Ιησού Βασιλεύ,
καί τιμώμεν τήν Ταφήν καί τά Πάθη σου,
δι’ ών έσωσας ημάς εκ τής φθοράς.
Μέτρα γής ο στήσας,
εν σμικρώ κατοικείς,
Ιησού παμβασιλεύ τάφω σήμερον,
εκ μνημάτων τούς θανόντας ανιστών.
Ιησού Χριστέ μου,
Βασιλεύ τού παντός,
τί ζητών τοίς εν τώ άδη ελήλυθας;
ή τό γένος απολύσαι τών βροτών.
Ο Δεσπότης πάντων,
καθοράται νεκρός,
καί εν μνήματι καινώ κατατίθεται,
ο κενώσας τά μνημεία τών νεκρών.
Η ζωή εν τάφω
κατετέθης Χριστέ,
καί θανάτω σου τόν θάνατον ώλεσας,
καί επήγασας τώ κόσμω, τήν ζωήν.
Μετά τών κακούργων,
ως κακούργος Χριστέ,
ελογίσθης δικαιών ημάς άπαντας,
κακουργίας τού αρχαίου πτερνιστού.
Ο ωραίος κάλλει,
παρά πάντας βροτούς,
ως ανείδεος νεκρός καταφαίνεται,
ο τήν φύσιν ωραΐσας τού παντός.
άδης πώς υποίσει,
Σώτερ παρουσίαν τήν σήν,
καί μή θάττον συνθλασθείη σκοτούμενος,
αστραπής φωτός σου αίγλη εκτυφλωθείς;
Ιησού γλυκύ μοι,
καί σωτήριον φώς,
τάφω πώς εν σκοτεινώ κατακέκρυψαι;
ώ αφάτου, καί αρρήτου ανοχής!
Απορεί καί φύσις,
νοερά καί πληθύς,
η ασώματος Χριστέ τό μυστήριον,
τής αφράστου καί αρρήτου σου ταφής.
Η Ζωή θανάτω,
θαύμα! Πώς ομιλεί;
Πώς θανάτω καταργείται ο θάνατος;
εκ θανόντος πώς πηγάζει δέ ζωή;
Ώ θαυμάτων ξένων!
ώ πραγμάτων καινών!
Ο πνοής μοι χορηγός άπνους φέρεται,
κηδευόμενος χερσί τού Ιωσήφ.
Καί εν ταφώ έδυς,
καί τών κόλπων, Χριστέ,
τών πατρώων ουδαμώς απεφοίτησας·
τούτο ξένον καί παράδοξον ομού.
Αληθής καί πόλου,
καί τής γής Βασιλεύς,
ει καί τάφω σμικροτάτω συγκέκλεισαι,
επεγνώσθης πάση κτίσει Ιησού.
Σού τεθέντος τάφω,
πλαστουργέτα Χριστέ,
τά τού άδου εσαλεύθη θεμέλια,
καί μνημεία ηνεώχθη τών βροτών.
Ο τήν γήν κατέχων,
τή δρακί νεκρωθείς,
σαρκικώς υπό τής γής νύν συνέχεται,
τούς νεκρούς λυτρών τής άδου συνοχής.
Εκ φθοράς ανέβη,
η ζωή μου Σωτήρ,
σού θανόντος καί νεκροίς προσφοιτήσαντος,
καί συνθλάσαντος τού άδου τούς μοχλούς.
Ως φωτός λυχνία,
νύν η σάρξ τού Θεού,
υπό γήν ως υπό μόδιον κρύπτεται,
καί διώκει τόν εν άδη σκοτασμόν.
Νοερών συντρέχει,
στρατιών η πληθύς,
Ιωσήφ καί Νικοδήμω συστείλαί σε,
τόν αχώρητον εν μνήματι σμικρώ.
Νεκρωθείς βουλήσει,
καί τεθείς υπό γήν,
ζωοβρύτα Ιησού μου εζώωσας,
νεκρωθέντα παραβάσει με πικρά.
Ηλλοιούτο πάσα,
κτίσις πάθει τώ σώ·
πάντα γάρ σοι, Λόγε συνέπασχον,
συνοχέα σε γινώσκοντα παντός.
Τής ζωής τήν πέτραν
εν κοιλία λαβών,
άδης ο παμφάγος εξήμεσεν,
εξ αιώνος ούς κατέπιε νεκρούς.
Εν καινώ μνημείω,
κατετέθης Χριστέ,
καί τήν φύσιν τών βροτών ανεκαίνισας,
αναστάς θεοπρεπώς εκ τών νεκρών.
Επί γής κατήλθες,
ίνα σώσης Αδάμ·
καί εν γή μή ευρηκώς τούτον Δέσποτα,
μέχρις άδου κατελήλυθας ζητών.
Συγκλονείται φόβω,
πάσα Λόγε η γή,
καί φωσφόρος τάς ακτίνας απέκρυψε,
τού μεγίστου γή κρυβέντος σου φωτός.
Ως βροτός μέν θνήσκεις,
εκουσίως Σωτήρ,
ως Θεός δέ τούς θνητούς εξανέστησας,
εκ μνημάτων καί βυθού αμαρτιών.
Δακρυρρόους θρήνους,
επί σε η Αγνή,
μητρικώς ώ Ιησού επιρραίνουσα, ανεβόα·
πώς κηδεύσω σε Υιέ;
Ώσπερ σίτου κόκκος,
υποδύς κόλπους γής,
τόν πολύχουν αποδέδωκας άσταχυν,
αναστήσας τούς βροτούς τούς εξ, Αδάμ.
Υπό γήν εκρύβης,
ώσπερ ήλιος νύν,
καί νυκτί τή τού θανάτου κεκάλυψαι·
αλλ’ ανάτειλον φαιδρότερον Σωτήρ.
Ως ηλίου δίσκον,
η σελήνη Σωτήρ, αποκρύπτει,
καί σε τάφος νύν έκρυψεν,
εκλιπόντα τού θανάτου σαρκικώς.
Η ζωή θανάτου,
γευσαμένη Χριστός,
εκ θανάτου τούς βροτούς ηλευθέρωσε,
καί τοίς πάσι νύν δωρείται τήν ζωήν.
Νεκρωθέντα πάλαι,
τόν Αδάμ φθονερώς,
επανάγεις πρός ζωήν τή νεκρώσει σου,
νέος Σώτερ εν σαρκί φανείς Αδάμ.
Νοεραί σε τάξεις,
ηπλωμένον νεκρόν,
καθορώσαι δι’ ημάς εξεπλήττοντο,
καλυπτόμεναι ταίς πτέρυξι Σωτήρ.
Καθελών σε Λόγε,
από ξύλου νεκρόν,
εν μνημείω Ιωσήφ νύν κατέθετο·
αλλ’ ανάστα σώζων πάντας ως Θεός.
Τών Αγγέλων Σώτερ,
χαρμονή πεφυκώς,
νύν καί λύπης τούτοις γέγονας αίτιος,
καθορώμενος σαρκί άπνους νεκρός.
Υψωθείς εν ξύλω,
καί τούς ζώντας βροτούς, συνυψοίς·
υπό τήν γήν δέ γενόμενος,
τούς κειμένους δ’ υπ’ αυτήν εξανιστάς.
Ώσπερ λέων Σώτερ,
αφυπνώσας σαρκί,
ως τις σκύμνος ο νεκρός εξανίστασαι,
αποθέμενος τό γήρας τής σαρκός.
Τήν πλευράν ενύγης,
ο πλευράν ειληφώς,
τού Αδάμ εξ ής τήν Εύαν διέπλασας,
καί εξέβλυσας κρουνούς καθαρτικούς.
Εν κρυπτώ μέν πάλαι,
θύεται ο αμνός·
σύ δ’ υπαίθριος τυθείς, ανεξίκακε,
πάσαν κτίσιν απεκάθηρας Σωτήρ.
Τίς εξείποι τρόπον,
φρικτόν όντως καινόν;
ο δεσπόζων γάρ τής Κτίσεως σήμερον,
πάθος δέχεται, καί θνήσκει δι’ ημάς.
Ο ζωής ταμίας,
πώς οράται νεκρός;
εκπληττόμενοι οι Άγγελοι έκραζον·
πως δ’ εν μνήματι συγκλείεται Θεός;
Λογχονύκτου Σώτερ,
εκ πλευράς σου ζωήν,
τή ζωή τή εκ ζωής εξωσάση με,
επιστάζεις καί ζωοίς με σύν αυτή.
Απλωθείς εν ξύλω,
συνηγάγω βροτούς·
τήν πλευράν σου δέ νυγείς τήν ζωήρρητον,
πάσιν άφεσιν πηγάζεις Ιησού.
Ο ευσχήμων Σώτερ,
σχηματίζει φρικτώς,
καί κηδεύει ως νεκρόν ευσχημόνως σε,
καί θαμβείται σου τό σχήμα τό φρικτόν.
Υπό γήν βουλήσει,
κατελθών ως θνητός,
επανάγεις από γής πρός ουράνια,
τούς εκείθεν πεπτωκότας Ιησού.
Κάν νεκρός ωράθης,
αλλά ζών ως Θεός,
επανάγεις από γής πρός ουράνια,
τούς εκείθεν πεπτωκότας Ιησού.
Κάν νεκρός ωράθης,
αλλά ζών ως Θεός,
νεκρωθέντας τούς βροτούς ανεζώωσας,
τόν εμόν απονεκρώσας νεκρωτήν.
Ώ χαράς εκείνης!
ώ πολλής ηδονής!
ήσπερ τούς εν άδη πεπλήρωκας,
εν πυθμέσι φώς αστράψας ζοφεροίς.
Προσκυνώ τό Πάθος,
ανυμνώ τήν Ταφήν,
μεγαλύνω σου τό κράτος Φιλάνθρωπε,
δι’ ών λέλυμαι παθών φθοροποιών.
Κατά σου ρομφαία,
εστιλβούτο Χριστέ,
καί ρομφαία ισχυρού μέν αμβλύνεται,
καί ρομφαία δέ τροπούται τής Εδέμ.
Η Αμνάς τόν Άρνα,
βλέπουσα εν σφαγή,
ταίς αικίσι βαλλομένη ηλάλαζε,
συγκινούσα καί τό ποίμνιον βοάν.
Κάν ενθάπτη τάφω,
κάν εις Άδου μολής,
αλλά Σώτερ καί τούς τάφους εκένωσας,
καί τόν άδην απεγύμνωσας, Χριστέ.
Εκουσίως Σώτερ,
κατελθών υπό γήν,
νεκρωθέντας τούς βροτούς ανεζώωσας,
καί ανήγαγες εν δόξη πατρική.
Τής Τριάδος ο είς,
εν σαρκί δι’ ημάς,
επονείδιστον υπέμεινε θάνατον·
φρίττει ήλιος, καί τρέμει δέ η γή.
Ως πικράς εκ κρήνης,
τής Ιούδα φυλής,
οι απόγονοι εν λάκκω κατέθεντο,
τόν τροφέα μανναδότην Ιησούν.
Ο Κριτής ως κριτός,
πρό Πιλάτου κριτού,
καί παρίστατο καί θάνατον άδικον,
κατεκρίθη διά ξύλου σταυρικού.
Αλαζών Ισραήλ,
μιαιφόνε λαέ,
τι παθών τόν Βαραββάν ηλευθέρωσας;
τόν Σωτήρα δέ παρέδωκας Σταυρώ;
Ο χειρί σου πλάσας,
τόν Αδάμ εκ τής γής,
δι’ αυτόν τή φύσει γέγονας άνθρωπος,
καί εσταύρωσαι βουλήματι τώ σώ.
Υπακούσας Λόγε,
τώ ιδίω Πατρί,
μέχρις άδου τού δεινού καταβέβηκας,
καί ανέστησας τό γένος τών βροτών.
Οίμοι φώς τού Κόσμου!
οίμοι φώς τό εμόν!
Ιησού μου ποθεινότατε έκραζεν,
η Παρθένος θρηνωδούσα γοερώς.
Φθονουργέ, φονουργέ,
καί αλάστορ λαέ,
κάν σινδόνας καί αυτό τό σουδάριον, αισχύνθητι,
αναστάντος τού Χριστού.
Δεύρο δή μιαρέ,
φονευτά μαθητά,
καί τόν τρόπον τής κακίας σου δείξόν μοι,
δι’ όν γέγονας προδότης τού Χριστού.
Ως φιλάνθρωπός τις,
υποκρίνη μωρέ
καί τυφλέ πανωλεθρότατε άσπονδε,
ο τό μύρον πεπρακώς διά τιμής.
Ουρανίου μύρου,
ποίαν έσχες τιμήν;
τού τιμίου τι εδέξω αντάξιον;
λύσσαν εύρες καταρώτατε σατάν.
Ει φιλόπτωχος εί,
καί τό μύρον λυπή,
κενουμένου εις ψυχής ιλαστήριον,
πώς χρυσώ απεμπολείς τόν Φωταυγή;
Ώ Θεέ καί Λόγε,
ώ χαρά η εμή,
πώς ενέγκω σου ταφήν τήν τριήμερον
νύν σπαράττομαι τά σπλάγχνα μητρικώς.
Τίς μοι δώσει ύδωρ,
καί δακρύων πηγάς,
η Θεόνυμφος Παρθένος εκραύγαζεν,
ίνα κλαύσω τόν γλυκύν μου Ιησούν;
Ώ βουνοί καί νάπαι,
καί ανθρώπων πληθύς,
κλαύσατε καί πάντα θρηνήσατε,
σύν εμοί τή τού Θεού ημών Μητρί.
Πότε ίδω Σώτερ,
σε τό άχρονον φώς,
τήν χαράν καί ηδονήν τής καρδίας μου;
η Παρθένος ανεβόα γοερώς.
Κάν ως πέτρα Σώτερ,
η ακρότομος σύ,
κατεδέξω τήν τομήν, αλλ’ επήγασας,
ζών τό ρείθρον ως πηγή ών τής ζωής.
Ως εκ κρήνης μιάς,
τόν διπλούν ποταμόν,
τής πλευράς σου προχεούσης αρδόμενοι,
τήν αθάνατον καρπούμεθα ζωήν.
Θέλων ώφθης Λόγε,
εν τώ τάφω νεκρός, αλλά ζής,
καί τούς βροτούς ως προείρηκας,
αναστάσει σου Σωτήρ μου εγερείς.
Δόξα Πατρί καί Υιώ καί Αγίω Πνεύματι.
Ανυμνούμεν Λόγε σε τόν πάντων Θεόν,
σύν Πατρί καί τώ Αγίω σου Πνεύματι,
καί δοξάζομεν τήν θείαν σου Ταφήν.
Καί νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.
Μακαρίζομέν σε,
Θεοτόκε αγνή,
καί τιμώμεν τήν Ταφήν τήν τριήμερον,
τού Υιού σου καί Θεού ημών πιστώς.
Η ζωή εν τάφω,
κατετέθης Χριστέ,
καί Αγγέλων στρατιαί εξεπλήττοντο,
συγκατάβασιν δοξάζουσαι τήν σήν.
ΣΤΑΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ Ήχος πλ. α.
Άξιόν εστι,
μεγαλύνειν σε τόν Ζωοδότην,
τόν εν τώ Σταυρώ τάς χείρας εκτείναντα,
καί συντρίψαντα τό κράτος τού εχθρού.
Άξιόν εστι,
μεγαλύνειν σε τόν πάντων Κτίστην·
τοίς σοίς γάρ παθήμασιν έχομεν,
τήν απάθειαν ρυσθέντες τής φθοράς.
Έφριξεν η γή,
καί ο ήλιος Σώτερ εκρύβη,
σού τού ανεσπέρου φωτός Χριστέ,
εν τώ τάφω δύντος νύν σωματικώς.
Ύπνωσας, Χριστέ,
τόν φυσίζωον ύπνον εν τάφω,
καί βαρέως ύπνου εξήγειρας,
τού τής αμαρτίας, τό τών ανθρώπων γένος.
Μόνη γυναικών,
χωρίς πόνων έτεκόν σε Τέκνον,
πόνους δέ νύν φέρω πάθει τώ σώ,
αφορήτους, ανεβόα η Σεμνή.
Άνω σε Σωτήρ,
αχωρίστως τώ Πατρί συνόντα,
κάτω δέ νεκρόν ηπλωμένον γή,
καθορώντα φρίττει νύν τά Σεραφίμ.
Ρήγνυται ναού,
καταπέτασμα τή σή Σταυρώσει,
κρύπτουσι φωστήρες Λόγε τό φώς,
σου κρυβέντος τού ηλίου υπό γήν.
Γής ο καταρχάς,
μόνω νεύματι πήξας τόν γύρον,
άπνους ως βροτός καθυπέδυ γήν·
τώ θεάματι δε φρίξον ουρανέ.
Έδυς υπό γήν
ο τόν άνθρωπον χειρί σου πλάσας,
ίν’ εξαναστήσης τού πτώματος,
τών βροτών τά στίφη, πανσθενεστάτω κράτει.
Θρήνον ιερόν,
δεύτε άσωμεν Χριστώ θανόντι,
ως αι Μυροφόροι γυναίκες πρίν,
ίν’ ακούσωμεν τό Χαίρε σύν αυταίς.
Μύρον αληθώς,
σύ ακένωτον υπάρχεις Λόγε·
όθεν σοι καί μύρα προσέφερον,
Μυροφόροι σοι τώ ζώντι, ως νεκρώ.
Άδου μέν ταφείς,
τά βασίλεια Χριστέ συντρίβεις,
θάνατον θανάτω δέ θανατοίς,
καί φθοράς λυτρούσαι τούς γηγενείς.
Ρείθρα τής ζωής,
η προχέουσα Θεού σοφία,
τάφον υπεισδύσα ζωοποιεί,
τούς εν τοίς αδύτοις άδου μυχοίς.
Ίνα τήν βροτών,
καινουργήσω συντριβείσαν φύσιν,
πέπληγμαι θανάτω θέλων σαρκί.
Μήτερ ούν μή κόπτου τοίς οδυρμοίς.
Έδυς υπό γήν,
ο φωσφόρος τής δικαιοσύνης
καί νεκρούς ώσπερ εξ ύπνου εξήγειρας,
εκδιώξας άπαν, τό εν τώ άδη σκότος.
Κόκκος διφυής,
ο φυσίζωος εν γής λαγόσι,
σπείρεται σύν δάκρυσι σήμερον,
αλλ’ αναβλαστήσας, Κόσμον χαροποιήσει.
Έπτηξεν Αδάμ,
Θεού βαίνοντος εν Παραδείσω,
χαίρει δέ πρός άδην φοιτήσαντος,
πεπτωκός τό πρώην, καί νύν εξεγερθείς.
Σπένδει σοι χοάς,
η τεκούσά σε Χριστέ δακρύων,
σαρκικώς κατατεθέντι εν μνήματι,
εκβοώσα, Τέκνον, ανάστα ως προέφης.
Τάφω Ιωσήφ,
ευλαβώς σε τώ καινώ συγκρύπτων,
ύμνους εξοδίους θεοπρεπείς,
τοίς συμμίκτοις θρήνοις μέλπει σοι Σωτήρ.
Ήλοις σε Σταυρώ,
πεπαρμένον η σή Μήτηρ Λόγε,
βλέψασα τοίς ήλοις λύπης πικράς,
βέβληται καί βέλεσι τήν ψυχήν.
Σέ τόν τού παντός γλυκασμόν
η Μήτηρ καθορώσα,
πόμα ποτιζόμενον τό πικρόν,
βρέχει δάκρυσι τάς όψεις γοερώς.
Τέτρωμαι δεινώς,
καί σπαράττομαι τά σπλάγχνα Λόγε,
βλέπουσα σφαγήν σου τήν άδικον,
η Παρθένος ανεβόα εν κλαυθμώ.
Όμμα τό γλυκύ,
καί τά χείλη σου πώς μύσω Λόγε;
πώς νεκροπρεπώς δέ κηδεύσω σε;
Μετά φρίκης ανεβόα Ιωσήφ.
Ύμνους Ιωσήφ,
καί Νικόδημος επιταφίους,
άδουσι Χριστώ νεκρωθέντι νύν·
σύν αυτοίς δέ μελωδεί τά Σεραφίμ.
Δύνεις υπό γήν,
Σώτερ Ήλιε δικαιοσύνης·
όθεν η τεκούσα Σελήνη σε,
ταίς λύπαις εκλείπει, σής θέας στερουμένη.
Έφριξεν ορών, Σώτερ,
άδης σε τόν ζωοδότην,
πλούτον τόν εκείνου σκυλεύοντα,
καί τούς απ’ αιώνος, νεκρούς εξανιστώντα.
Ήλιος φαιδρόν,
απαστράπτει μετά νύκτα Λόγε·
καί σύ δ’ αναστάς εξαστράψειας,
μετά θάνατον φαιδρώς ως εκ παστού.
Γή σε πλαστουργέ,
υπό κόλπους δεξαμένη τρόμω,
συσχεθείσα Σώτερ τινάσσεται,
αφυπνώσασα νεκρούς τώ τιναγμώ.
Μύροις σε Χριστέ,
ο Νικόδημος καί ο Ευσχήμων,
νύν καινοπρεπώς περιστείλαντες, ανεβόων·
φρίξον, άπασα η γή.
Έδυς Φωτουργέ,
καί συνέδυ σοι τό φώς ηλίου·
τρόμω δέ η κτίσις συνέχεται,
πάντων σε κηρύττουσα Ποιητήν.
Λίθος λαξευτός
τόν ακρόγωνον καλύπτει λίθον·
άνθρωπος θνητός δ’ ως θνητόν Θεόν,
κρύπτει νύν τώ τάφω· φρίξον η γή!
Ίδε Μαθητήν,
όν ηγάπησας καί σήν Μητέρα,
Τέκνον, καί φθογγήν δός γλυκύτατον,
ανεβόα θρηνωδούσα η Αγνή.
Σύ ως ών ζωής,
χορηγός Λόγε τούς Ιουδαίους,
εν Σταυρώ ταθείς ουκ ενέκρωσας,
αλλ’ ανέστησας καί τούτων τούς νεκρούς.
Κάλλος Λόγε πρίν,
ουδέ είδος εν τώ πάσχειν έσχες,
αλλ’ εξαναστάς υπερέλαμψας,
καλλωπίσας τούς βροτούς θείαις αυγαίς.
Έδυς τή σαρκί,
ο ανέσπερος εις γήν φωσφόρος·
καί μή φέρων βλέπειν ο ήλιος,
εσκοτίσθη μεσημβρίας εν ακμή.
Ήλιος ομού,
καί σελήνη σκοτισθέντες Σώτερ,
δούλους ευνοούντας εικόνιζον,
οι μελαίνας αμφιέννυνται στολάς.
Οίδέ σε Θεόν,
Εκατόνταρχος κάν ενεκρώθης,
πώς σέ ούν Θεέ μου ψαύσω χερσί;
φρίττω, ανεβόα ο Ιωσήφ.
Ύπνωσεν Αδάμ,
αλλά θάνατον πλευράς εξάγει ·
σύ δέ νύν υπνώσας Λόγε Θεού,
βρύεις εκ πλευράς σου κόσμω ζωήν.
Ύπνωσας μικρόν,
καί εζώωσας τούς τεθνεώτας,
καί εξαναστάς εξανέστησας,
τούς υπνούντας εξ αιώνος, Αγαθέ.
Ήρθης από γής,
αλλ’ ανέβλυσας τής σωτηρίας,
τόν οίνον ζωήρρυτε άμπελε.
Δοξάζω τό Πάθος καί τόν Σταυρόν.
Πώς οι νοεροί,
Ταγματάρχαι σε Σωτήρ ορώντες,
γυμνόν ημαγμένον κατάκριτον,
έφερον τήν τόλμην τών σταυρωτών;
Αραβιανόν,
σκολιώτατον γένος Εβραίων,
έγνως τήν ανέγερσιν τού ναού·
διά τι κατέκρινας τόν Χριστόν;
Χλαίναν εμπαιγμού,
τόν Κοσμήτορα πάντων ενδύεις,
ός τόν ουρανόν κατηστέρωσε,
καί τήν γήν εκόσμησε θαυμαστώς.
Ώσπερ πελεκάν,
τετρωμένος τήν πλευράν σου Λόγε,
σούς θανόντας παίδας εζώωσας,
επιστάξας ζωτικούς αυτοίς κρουνούς.
Ήλιον τό πρίν,
Ιησούς τούς αλλοφύλους κόπτων, έστησεν·
αυτός δέ απέκρυψας,
καταβάλλων τόν τού σκότους αρχηγόν.
Κόλπων πατρικών,
ανεκφοίτητος μείνας, οικτίρμον,
καί βροτός γενέσθαι ευδόκησας,
καί εις άδην καταβέβηκας Χριστέ.
Ήρθη σταυρωθείς,
ο εν ύδασι τήν γήν κρεμάσας,
άπνους δ’εν αυτή ούτος θάπτεται,
ό μή φέρουσα εσείετο δεινώς.
Οίμοι ώ Υιέ!
η Απείρανδρος θρηνεί καί λέγει,
όν ως Βασιλέα γάρ ήλπιζον,
κατάκριτον νύν βλέπω εν Σταυρώ.
Ταύτα Γαβριήλ,
μοι απήγγειλεν ότε κατέπτη,
ός τήν βασιλείαν αιώνιον,
έφη είναι τού Υιού μου Ιησού.
Φεύ! τού Συμεών,
εκτετέλεσται η προφητεία·
η γάρ σή ρομφαία διέδραμε,
τήν καρδίαν τήν εμήν Εμμανουήλ.
Κάν τούς εκ νεκρών,
επαισχύνθητε ώ Ιουδαίοι,
ούς ο ζωοδότης ανέστησεν,
όν υμείς εκτείνατε φθονερώς.
Έφριξεν ιδών,
τό αόρατον φώς σε Χριστέ μου,
μνήματι κρυπτόμενον άπνουν τε,
καί εσκότασεν ο ήλιος τό φώς.
Έκλαιε πικρώς,
η πανάμωμος Μήτηρ σου Λόγε,
ότε εν τώ τάφω εώρακε,
σέ τόν άφραστον καί άναρχον Θεόν.
Νέκρωσιν τήν σήν,
η πανάφθορος Χριστέ σου Μήτηρ,
βλέπουσα πικρώς σοι εφθέγγετο·
μή βραδύνης η ζωή εν τοίς νεκροίς.
άδης ο δείνος,
συνετρόμαξεν ότε σε είδεν,
Ήλιε τής δόξης αθάνατε,
καί εδίδου τούς δεσμίους εν σπουδή.
Μέγα καί, φρικτύν,
Σώτερ θέαμα νύν καθοράται!
ο ζωής γάρ θέλων παραίτιος, θάνατον υπέστη,
ζωώσαι θέλων πάντας.
Νύττη τήν πλευράν,
καί ηλούσαι Δέσποτα τάς χείρας,
πληγήν εκ πλευράς σου ιώμενος, καί τήν ακρασίαν,
χειρών τών Προπατόρων.
Πρίν τόν τής Ραχήλ,
υιόν έκλαυσεν άπας κατ’ οίκον·
νύν τόν τής Παρθένου εκόψατο,
Μαθητών χορεία σύν τή Μητρί.
Ράπισμα χειρών,
Χριστού δέδωκαν εν σιαγόνι,
τού χειρί τόν άνθρωπον πλάσαντος,
καί τάς μύλας θλάσαντος τού θηρός.
Ύμνοις σου Χριστέ,
νύν τήν Σταύρωσιν καί τήν Ταφήν τε,
άπαντες πιστοί εκθειάζομεν,
οι θανάτου λυτρωθέντες σήταφή.
Δόξα Πατρί καί Υιώ καί Αγίω Πνεύματι.
Άναρχε Θεέ,
συναΐδιε Λόγε καί Πνεύμα,
σκήπτρα τών Ανάκτων κραταίωσον,
κατά πολεμίων ως αγαθός.
Καί νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.
Τέξασα ζωήν,
Παναμώμητε αγνή Παρθένε,
παύσον Εκκλησίας τά σκάνδαλα,
καί βράβευσον ειρήνην ως αγαθή.
Άξιόν εστι,
μεγαλύνειν σε τόν Ζωοδότην,
τόν εν τώ Σταυρώ τάς χείρας εκτείναντα,
καί συντρίψαντα τό κράτος τού εχθρού.
ΣΤΑΣΙΣ ΤΡΙΤΗ Ήχος γ.
Αι γενεαί πάσαι,
ύμνον τή Ταφή σου,
προσφέρουσι Χριστέ μου.
Καθελών τού ξύλου,
ο Αριμαθαίας,
εν ταφώ σε κηδεύει.
Μυροφόροι ήλθον,
μύρα σοι Χριστέ μου,
κομίζουσαι προφρόνως.
Δεύρο πάσα κτίσις,
ύμνους εξοδίους,
προσοίσωμεν τώ Κτίστη.
Ως νεκρόν τόν ζώντα,
σύν Μυροφόροις πάντες,
μυρίσωμεν εμφρόνως.
Ιωσήφ τρισμάκαρ,
κήδευσον τό σώμα,
Χριστού τού ζωοδότου.
Ούς έθρεψε τό μάννα,
εκίνησαν τήν πτέρναν,
κατά τού Ευεργέτου.
Ούς έθρεψε τό μάννα,
φέρουσι τώ Σωτήρι,
χολήν άμα καί όξος.
Ώ τής παραφροσύνης,
καί τής Χριστοκτονίας,
τής τών προφητοκτόνων!
Ως άφρων υπηρέτης,
προδέδωκεν ο μύστης,
τήν άβυσσον σοφίας.
Τόν ρύστην ο πωλήσας,
αιχμάλωτος κατέστη,
ο δόλιος Ιούδας.
Κατά τόν Σολομώντα,
βόθρος βαθύς τό στόμα,
Εβραίων παρανόμων.
Εβραίων παρανόμων,
εν σκολιαίς πορείαις,
τρίβολοι καί παγίδες.
Ιωσήφ κηδεύει,
σύν τώ Νικοδήμω,
νεκροπρεπώς τόν Κτίστην.
Ζωοδότα Σώτερ,
δόξα σου τώ κράτει,
τόν άδην καθελόντι.
Ύπτιον ορώσα,
η Πάναγνός σε Λόγε,
μητροπρεπώς εθρήνει.
Ώ γλυκύ μου έαρ,
γλυκύτατόν μου Τέκνον,
πού έδυ σου τό κάλλος;
Θρήνον συνεκίνει,
η πάναγνός σου Μήτηρ,
σού Λόγε νεκρωθέντος.
Γύναια σύν μύροις,
ήκουσι μυρίσαι,
Χριστόν τό θείον μύρον.
Θάνατον θανάτω,
σύ θανατοίς Θεέ μου,
θεία σου δυναστεία.
Πεπλάνηται ο πλάνος,
ο πλανηθείς λυτρούται,
σοφία σή Θεέ μου.
Πρός τόν πυθμένα άδου,
κατήχθη ο προδότης,
διαφθοράς εις φρέαρ.
Τρίβολοι καί παγίδες,
οδοί τού τρισαθλίου,
παράφρονος Ιούδα.
Συναπολούνται πάντες,
οι σταυρωταί σου Λόγε,
Υιέ Θεού παντάναξ.
Διαφθοράς εις φρέαρ,
συναπολούνται πάντες,
οι άνδρες τών αιμάτων.
Υιέ Θεού παντάναξ,
Θεέ μου πλαστουργέ μου,
πώς πάθος κατεδέξω;
Η δάμαλις τόν μόσχον,
εν Ξύλω κρεμασθέντα,
ηλάλαζεν ορώσα.
Σώμα τό ζωηφόρον,
ο Ιωσήφ κηδεύει,
μετά τού Νικοδήμου.
Ανέκραζεν η Κόρη,
θερμώς δακρυρροούσα,
τά σπλάγχνα κεντουμένη.
Ώ φώς τών οφθαλμών μου,
γλυκύτατόν μου Τέκνον,
πώς τάφω νύν καλύπτη;
Τόν Αδάμ καί Εύαν,
ελευθερώσαι, Μήτερ,
μή θρήνει, ταύτα πάσχω.
Δοξάζω σου Υιέ μου,
τήν άκραν ευσπλαγχνίαν,
ής χάριν ταύτα πάσχεις.
Όξος εποτίσθης,
καί χολήν οικτίρμων,
τήν πάλαι λύων γεύσιν.
Ικρίω προσεπάγης,
ο πάλαι τόν λαόν σου,
στύλω νεφέλης σκέπων.
Αι Μυροφόροι Σώτερ,
τώ τάφω προσελθούσαι,
προσέφερόν σοι μύρα.
Ανάστηθι, οικτίρμον,
ημάς εκ τών βαράθρων,
εξανιστών τού άδου.
Ανάστα Ζωοδότα,
ή σε τεκούσα Μήτηρ,
δακρυρροούσα λέγει.
Σπεύσον εξαναστήναι,
τήν λύπην λύων Λόγε,
τής Σε αγνώς Τεκούσης.
Ουράνιαι Δυνάμεις,
εξέστησαν τώ φόβω,
νεκρόν σε καθορώσαι.
Τοίς ποθώ τε καί φόβω,
τά πάθη σου τιμώσι,
πταισμάτων δίδου λύσιν.
Ώ φρικτόν καί ξένον,
θέαμα Θεού Λόγε!
πώς γή σε συγκαλύπτει;
Φέρων πάλαι φεύγει,
Σώτερ Ιωσήφ σε,
καί νύν σε άλλος θάπτει.
Κλαίει καί θρηνεί σε,
η πάναγνός σου Μήτηρ,
Σωτήρ μου νεκρωθέντα.
Φρίττουσιν οι νόες,
τήν ξένην καί φρικτήν σου,
Ταφήν τού πάντων Κτίστου.
Έρραναν τόν τάφον,
αι Μυροφόροι μύρα,
λίαν πρωί ελθούσαι.
Αρώματα καί μύρα,
μαθήτριαι γυναίκες,
προσφέρουσι τώ Τάφω.
Τό «χαίρετε» δ εκείναι,
ακούουσιν ευθέως,
εις αμοιβήν τών δώρων.
Τά δάκρυα ως μύρα,
τή σή Ταφή προσφέρειν,
αξίωσόν με Σώτερ.
Ειρήνην Εκκλησία,
λαώ σου σωτηρίαν,
δώρησαι σή Εγέρσει.
Δόξα Πατρί καί Υιώ καί Αγίω Πνεύματι.
Ώ Τριάς Θεέ μου,
Πατήρ Υιός καί Πνεύμα,
ελέησον τόν Κόσμον.
Καί νύν καί αεί καί εις τούς αιώνας τών αιώνων. Αμήν.
Ιδείν τήν τού Υιού σου,
Ανάστασιν Παρθένε,
αξίωσον σούς δούλους.
Αι γενεαί πάσαι,
ύμνον τή Ταφή σου,
προσφέρουσι Χριστέ μου.