Με εισήγηση Θανάση Ζεμπίλη ψηφίστηκε στη Βουλή το Σ/Ν για την ψηφιακή προσαρμογή του δικαίου

Θανάσης Ζεμπίλης

Υπερψηφίστηκε αργά χθες το απόγευμα από την Ολομέλεια της Βουλής το Σ/Ν του Υπουργείου Δικαιοσύνης αναφορικά με την ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/770 σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για την προμήθεια ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών, καθώς και της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771 σχετικά με ορισμένες πτυχές που αφορούν τις συμβάσεις για τις πωλήσεις αγαθών. Συγκεκριμένα, επί της αρχής το Σ/Ν υπερψηφίστηκε από τις κοινοβουλευτικές ομάδες της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε παρών και τα υπόλοιπα κόμματα καταψήφισαν το Σ/Ν.

Κατά την διάρκεια της συζήτησης, ο Θανάσης Ζεμπίλης ως εισηγητής της ΝΔ ανέφερε ανάμεσα σε άλλα τα εξής:

«Ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους δεν απλουστεύει μόνο τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και κάνει την καθημερινότητα των πολιτών ευκολότερη, αλλά παράλληλα διαμορφώνει μία ευρύτερη κουλτούρα μετάβασης στην ψηφιακή εποχή. Η πανδημία, άλλωστε, λειτούργησε ως επιταχυντής και στο τομέα των υποδομών και της ενσωμάτωσης της ψηφιακής τεχνολογίας στις επιχειρήσεις.

Ωστόσο, η θεαματική εκτίναξη έθεσε υπό σοβαρή αμφισβήτηση – και στην Ελλάδα- την αξιοπιστία του online εμπορίου. Δεν είναι τυχαίο ότι περίπου το 1/4 των συνολικών αναφορών, που δέχτηκε το 2020 ο Συνήγορος του Καταναλωτή, σχετίζονταν με το ηλεκτρονικό εμπόριο. Είναι, επίσης, χαρακτηριστικό ότι το 2020 υπήρξε αύξηση των αναφορών – υποθέσεων ηλεκτρονικού εμπορίου κατά 113% σε σχέση με το 2019.

Όπως σημειώνει η έκθεση του ΣτΚ κάποιοι επιτήδειοι, εκμεταλλευόμενοι την άνοδο του ηλεκτρονικού εμπορίου, επιχείρησαν – και, σε ορισμένες περιπτώσεις, κατάφεραν – να εξαπατήσουν τους καταναλωτές, εισπράττοντας μεγάλα χρηματικά ποσά για προϊόντα, που ποτέ δεν παρέδωσαν. Βλέπουμε, συνεπώς, ότι ένα από τα προβλήματα της περαιτέρω ανάπτυξης των ηλεκτρονικών αγορών- ιδιαίτερα των διασυνοριακών- είναι η καχυποψία των καταναλωτών απέναντι σε αθέμιτες και παρελκυστικές εμπορικές πρακτικές και η έλλειψη ενιαίων κανόνων σε επίπεδο ΕΕ.

Από την άλλη πλευρά τώρα, των προμηθευτών, σύμφωνα με το 39% των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στις διαδικτυακές, όχι όμως και στις διασυνοριακές πωλήσεις, ένα από τα κυριότερα εμπόδια στις διασυνοριακές πωλήσεις είναι οι διαφορές μεταξύ των εθνικών δικαίων των συμβάσεων. Οι διαφορετικοί αυτοί δικαιικοί κανόνες, έχουν δημιουργήσει εφάπαξ δαπάνες για τους εμπόρους λιανικής ύψους περίπου 4 δισ. ευρώ. Οι δαπάνες αυτές επηρεάζουν κυρίως τις πολύ μικρές και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Απαιτείται, συνεπώς, ένα φιλικό προς τις επιχειρήσεις περιβάλλον, που θα διευκολύνει τις επιχειρήσεις, ιδίως τις ΜΜΕ, να πραγματοποιούν διασυνοριακές πωλήσεις.

Για το σκοπό αυτό, με τις δύο υπό ενσωμάτωση στο εθνικό μας δίκαιο οδηγίες, η ΕΕ καταστρώνει την δική της στρατηγική, στοχεύοντας να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα σημαντικά εμπόδια. Προκειμένου να ανταγωνιστεί χώρες όπως η Κίνα, οι ΗΠΑ και το ΗΒ, η Ευρώπη οφείλει να δημιουργήσει ψηφιακές ευκαιρίες, αξιοποιώντας τις δυνατότητες της ενιαίας αγοράς! Έτσι, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο γενικός στόχος των ευρωπαϊκών οδηγιών είναι να συμβάλουν στην ταχύτερη ανάπτυξη των προσφερόμενων ευκαιριών μέσω της δημιουργίας μιας πραγματικής ψηφιακής ενιαίας αγοράς!

Προς την κατεύθυνση αυτή το παρόν Σ/Ν συνιστά όχι μια τυπική και άνευρη, αλλά μια δημιουργική μεταφορά της ενωσιακής νομοθεσίας στο ελληνικό δίκαιο, που αντανακλά τους βασικούς στόχους της Ένωσης που είναι, ανάμεσα σε άλλους: 1) η ταχύτερη ανάπτυξη της ψηφιακής ενιαίας αγοράς προς όφελος τόσο των καταναλωτών όσο και των επιχειρήσεων 2) η εξάλειψη των βασικών φραγμών που σχετίζονται με το δίκαιο των συμβάσεων και παρεμποδίζουν τις διασυνοριακές συναλλαγές 3) η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών με τον καθορισμό ενιαίων κανόνων και 4) ο περιορισμός των περιπτώσεων του αθέμιτου ανταγωνισμού, εξαιτίας των μεγάλων αποκλίσεων στους εθνικούς κανόνες των κρατών μελών, που αποτελεί εμπόδιο για την εύρυθμη λειτουργία της Ενιαίας Αγοράς.

Σε αυτό το πλαίσιο, η υπό συζήτηση νομοθετική πρωτοβουλία, που διαρθρώνεται σε τρία μέρη, συνιστά μία διαυγή και συστηματικά άρτια νομική κατάστρωση, που κατατείνει στη θέσπιση ομοιόμορφων κανόνων. Για το λόγο αυτό επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής, σταθμίζοντας κατά τρόπο ισορροπημένο και δικαιοπολιτικά ορθό τα συμφέροντα του προμηθευτή και του λήπτη και στις μη καταναλωτικές συμβάσεις.

Συμπερασματικά, αποτελεί κοινή εκτίμηση ότι οι ενιαίοι κανόνες του παρόντος και η ασφάλεια δικαίου που δημιουργούν θα έχουν ως αποτέλεσμα: 1) να αρθούν οι φραγμοί που σχετίζονται με το δίκαιο των συμβάσεων, κάτι που θα επιτρέψει σε χιλιάδες Ελληνικές επιχειρήσεις να πραγματοποιούν διαδικτυακές πωλήσεις σε διασυνοριακό επίπεδο, γεγονός που θα ενισχύσει σημαντικά τις εξαγωγές 2) η αύξηση του ανταγωνισμού σε επίπεδο λιανικής στο διαδίκτυο θα έχει ως αποτέλεσμα να μειωθούν οι τιμές λιανικής 3) η μείωση αυτή των τιμών και η μεγαλύτερη εμπιστοσύνη των καταναλωτών χάρη στα ενιαία δικαιώματα σε ενωσιακό επίπεδο θα έχουν ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η ζήτηση εκ μέρους των καταναλωτών 4) η κατανάλωση στο πλαίσιο των νοικοκυριών, η οποία αποτυπώνει την ευημερία των καταναλωτών, θα σημειώσει σημαντική αύξηση και 5) η αύξηση αυτή της προσφοράς και της ζήτησης θα έχει άμεσες επιπτώσεις στις βασικές μακροοικονομικές μεταβλητές της χώρας».